Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

ΑΜΑΧΟΣ: XPLICIT & ΣΤΙΧΟΙΜΑ


Άμαχος:

Έχω πεθάνει δυο χιλιάδες έξι φορές
σε κάθε πόλεμο που έγινε με κυνηγούσανε ορδές
είμαι ο άμαχος που πάντα πεθαίνει, πάντα φοβάται
πάντα με το ένα μάτι ανοιχτό κοιμάται
Είν' ο ρόλος που μου δόθηκε αυτός απ' το Θεό
να πεθαίνω για κάθε πόλεμό τους ιερό
έχω πεθάνει σε μία από τις σταυροφορίες
περάσαν από πάνω μου τρεις αυτοκρατορίες
θυμάμαι κι όσο θυμάμαι, φοβάμαι τις νύχτες εκείνες
όταν μάτωναν τ' αυτιά σου απ' τις σειρήνες
και μετά μέσα στις γνώριμες κατακόμβες
κι από πάνω μου τόνοι από τσιμέντο και βόμβες
άκου να δεις, εδώ κάτω δε ζητείται ελπίς
όταν θα ξαναγίνει πόλεμος πρέπει να σηκωθείς
για να πεθάνεις πάλι μονάχος κάποιο βράδυ
ήμουν παιδί όταν βομβάρδισαν το Βελιγράδι

Είμαι ο άμαχος που πάντα πεθαίνει, πάντα φοβάται, πάντα
με το ένα μάτι ανοιχτό κοιμάται πάντα,
πάντα πονά, πάντα ξυπνά όταν πρέπει
και πεθαίνει πάλι αφού ο Θεός το επιτρέπει...
Είμαι ο άμαχος που πάντα πεθαίνει, πάντα φοβάται, πάντα
με το ένα μάτι ανοιχτό κοιμάται πάντα,
πάντα πονά, πάντα ξυπνά όταν πρέπει
και πεθαίνει πάλι αφού ο Θεός το επιτρέπει...

Έχω πεθάνει στ' ολοκαύτωμα χωρίς να φταίω
αντί για δάκρυα βγαίνει αίμα απ' τα μάτια μου όταν κλαίω
ήμουν παιδί στη Παλαιστίνη τη νύχτα εκείνη
έγινα μάρτυρας γιατί τίποτα δεν μου 'χε μείνει
η ζωή μου στους αιώνες μοιάζει με ποίημα
με την κοπέλα μου πέθανα αγκαλιά στη Χιροσίμα
ή στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν εντάξει
τουλάχιστον εσείς πουλάτε F-16
ήμουν Αρμένιος την ώρα που μας έσφαζε ο Κεμάλ
και μοναχός επί κουμμουνισμού κάπου στο Νεπάλ
και είπα όχι πάλι, όχι άλλο σκοτάδι
αφήστε με να κοιμηθώ λιγάκι για ένα βράδυ
Αύριο πάλι, σε μία μάχη νέα
θα με ξυπνήσουν να πεθάνω στο Ιράν ή τη Κορέα
ειμ' ο άμαχος που πάντα πεθαίνει, πάντα φοβάται
πάντα με το ένα μάτι ανοιχτό κοιμάται.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ & ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΚΑΣ

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου τραγωδία στον ελληνισμό του Πόντου και της Μ. Ασίας. Πάνω από ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν  πρόσφυγες στα εδάφη του ελλαδικού χώρου. Παντού στην Ελλάδα, άρχισαν να στοιβάζονται σαν ανθρώπινα σκουπίδια, εγκαταλειμμένοι στην τύχη τους, έχοντας να αντιμετωπίσουν τη φτώχια και την απάνθρωπη συμπεριφορά των υπόλοιπων Ελλήνων.

Σιγά σιγά περιοχές, όπως η Δραπετσώνα –συνοικία του Πειραιά– γέμισε με «δυο ξύλινα δοκάρια, τρεις λαμαρίνες, ένα σκέπαστρο και μια κουρελού για πόρτα», όπου ανθρώπινες ψυχές προσπαθούσαν να ξαναστήσουν τα όνειρά τους για μια «πιθαμή ουρανό» και μια ηλιαχτίδα στο σκοτάδι του ξεριζωμού. Οι παράγκες δεν ήταν απλώς οι νέες κατοικίες για τους πρόσφυγες της Δραπετσώνας, αλλά η νέα πατρίδα. Έτσι, η πατρίδα θα ταυτιστεί με την παράγκα.  

Τον Φεβρουάριο του 1960, η ελληνική κυβέρνηση εξήγγειλε την πραγματοποίηση ενός προγράμματος στεγαστικής αποκατάστασης προσφύγων και γηγενών. Για την περιοχή της Δραπετσώνας τα σχέδια μίλαγαν για 1200 κατοικίες -θα χτίζονταν τελικά στο μακρινό μέλλον-, με αποτέλεσμα οι 3.500 οικογένειες που ζούσαν σε παραπήγματα να μπουν στο στόχαστρο  της κυβέρνησης, αφού τις ανάγκαζε να εγκαταλείψουν την περιοχή και να μετεγκατασταθούν αλλού.

Οι κάτοικοι, απορρίπτοντας το σχέδιο, πρόβαλαν ως μοναδική λύση την «αυτοστέγαση» για όλους. Αντί, δηλαδή, να γκρεμιστούν οι παράγκες, ένας νέος συνοικισμός να χτιστεί εξ αρχής στη θέση του παλιού. Άλλωστε οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν ήδη αγοράσει τα οικόπεδα που ήταν στημένα τα παραπήγματα. Έτσι, οργανώθηκαν μια σειρά από δράσεις, όπως η απεργία στην οποία συμμετείχαν όλοι οι καταστηματάρχες και οι εργάτες των εργοστασίων της περιοχής. Στην απεργία αυτή η κυβέρνηση απάντησε με την αποστολή εντολής σε 499 παραπηγματούχους να εγκαταλείψουν τη στέγη τους.

Οι μέρες κύλισαν μέσα σε εντάσεις, με αποκορύφωμα τη μεγάλη σύγκρουση που έλαβε χώρα ένα πρωινό του Νοέμβρη. Πάνω από 1000 αστυνομικοί, με τη συνοδεία εργατών και εκσκαφέων εισέβαλαν στη Δραπετσώνα, και εκμεταλλευόμενοι την απουσία των ανδρών στα εργοστάσια και στα μηχανουργεία,  άρχισαν να ξυλοκοπούν γυναίκες, παιδιά και γέροντες και, ταυτόχρονα, γκρέμιζαν τις παράγκες. Σε ελάχιστο χρόνο, τον αιφνιδιασμό της εισβολής τον αντικατέστησε η οργή. Γέροντες και γυναικόπαιδα αντεπιτέθηκαν με ξύλα και πέτρες σε αστυνομικούς και συνεργεία, αρνούμενοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Η συμπλοκή γενικεύτηκε, με αποτέλεσμα τον βαρύ τραυματισμό πολλών κατοίκων, γεγονός που εξανάγκασε τον εισαγγελέα Πειραιά να ανακαλέσει την απόφαση.

Αφού υποχώρησαν οι κρατικοί φορείς, οι κάτοικοι έχτισαν όλοι μαζί τις παράγκες που κατεδαφίστηκαν. Μετά την αποκατάσταση των ζημιών, οι γυναίκες, φορώντας μαύρα ρούχα και τσεμπέρια και κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι, ξεκίνησαν πορεία διαμαρτυρίας προς το Υπουργείο Πρόνοιας. Όμως στον σταθμό τις περίμεναν μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις που διέλυσαν μέσα σε άγριους ξυλοδαρμούς την πορεία.

Η μάχη αυτή, που δικαίως ονομάστηκε «η μάχη της παράγκας», ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, σημάδεψε την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, αφού η μουσική του μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη και οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη την καθιέρωσαν ως το σύμβολο ενός λαού που πάλευε μέσα στη φτώχεια για μια καλύτερη ζωή.

Πηγή: ttps://www.efsyn.gr/themata/istorika/220168_drapetsona-1960-i-mahi-tis-paragkas

ΚΑΛΥΜΝΙΩΤΙΚΟ: ΓΚΑΤΣΟΣ & ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ: ΓΚΑΤΣΟΣ & ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΕΓΟΝΟΣ

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 (1976), δημιουργήθηκε ένας κύκλος τραγουδιών Τα Παράλογα. Πρόκειται για τραγούδια που «γεννήθηκαν» σε μια εποχή που η Ελλάδα άλλαζε ραγδαία, καθώς εισέπραττε σε χρήμα την τουριστική ανάπτυξη, ξεπουλώντας την ψυχή του πολιτισμού της στο καταναλωτικό όνειρο. Παράλληλα, ένα άλλο όνειρο, αυτό για ένα σπιτάκι στην πόλη ή κι ένα δεύτερο –γιατί όχι;– στη θάλασσα αποτελούσε παραγωγικό κίνητρο για τον Νεοέλληνα. Μέσα στον όλεθρο του μπετόν, ο Νίκος Γκάτσος ανησυχεί, θορυβείται και επιχειρεί να προβάλλει το μέλλον. Στο τραγούδι «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» με μουσική Μάνου Χατζιδάκι ο ποιητής βάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το θέμα του περιβάλλοντος και της οικολογικής καταστροφής και εκπέμπει SOS, ενώ, την ίδια ώρα, διαμηνύει πως υπάρχει κι άλλος δρόμος.

Εντούτοις, τα τραγούδια, η μουσική, ο λόγος, οι εικόνες, τα ζωγραφικά μοτίβα, η ποίηση δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο. Αν είχαν σίγουρα τα πράγματα θα ήταν γύρω μας διαφορετικά. Ο πολιτισμός είναι μια προσπάθεια παρέμβασης στα ζωώδη ένστικτα των ανθρώπων, όπως είναι η δίψα για εξουσία και η αυτοσυντήρηση, όμως, προφανώς, η ανθρωπότητα βρίσκεται ακόμη σε νηπιακή ηλικία. Μέχρι την ενηλικίωση της, ας μείνουμε με την ικανοποίηση ότι ένας ποιητής κι ένας συνθέτης έβαλαν στην ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά το ζήτημα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Και το έκαναν με τρόπο καλλιτεχνικό που το μήνυμα τους να είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ.